Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ο μύλος του Μάστρε - Γληόρη


Κάθε τόπος και κάθε εποχή έχουν τους ανθρώπους που ξεφεύγουν από τα χρονικά και γεωγραφικά όρια, όπου τους έταξε η μοίρα και προχωρούν μπροστά από τους άλλους, ανοίγοντας καινούργιους δρόμους. Αυτοί λοιπόν είναι οι απλοί άνθρωποι με δημιουργικό δαιμόνιο, που αναζητά συνεχώς διέξοδο μέσα στην καθημερινή ζωή.

Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Γρηγόρης Θεοχάρους από την Αγία Βαρβάρα της Λευκωσίας, ο οποίος σε καιρούς που οι χωριανοί του κι όλη η Κύπρος πάλευαν με τη γη για να τους δώσει τα καλά της, βρήκε τα μέσα και τον τρόπο να κάνει τη δική του ζωή και των άλλων πιο εύκολη και παραγωγική.























Το ορφανεμένο χωριατόπαιδο, που ούτε το δημοτικό δεν έβγαλε, κατάφερε με το πείσμα και την αγάπη του για πρόοδο, να μηχανοποιήσει από τη δεκαετία του 1920, τις κυριότερες αγροτικές ασχολίες της εποχής του. Η μεγαλύτερη ίσως αμοιβή του ήταν, ότι ο θεός του έδωσε τόσα πολλά χρόνια, ώστε να ζήσει και να δει πολλές δεκαετίες αργότερα να εφαρμόζονται παντού, όσα εκείνος είχε ξεκινήσει στο χωριό του.

Γεννημένος το 1887 κι έχοντας χάσει τον πατέρα του σε ηλικία μόλις 5 χρόνων, ο Μάστρε- Γληόρης, όπως δικαιωματικά έγινε γνωστός και ξακουστός, ξενιτεύτηκε στα 13 του στην Αίγυπτο. Εδώ επρόκειτο να έχει και την πρώτη του επαφή με το στοιχείο του, τις μηχανές. Και η ευκαιρία δεν του δόθηκε σε κανένα μεγάλο εργοστάσιο, όπως θα υπέθετε κανείς, αλλά σ' ένα εργαστήρι ζαχαροπλαστικής, όπου βρήκε δουλειά. Κατάλαβε τότε ότι τα μηχανήματα είναι μέρος της ζωής κι ότι αυτή γίνεται γλυκύτερη όταν βάζεις να δουλεύουν για σένα.

Στην Αίγυπτο έμεινε δέκα σχεδόν χρόνια, διάστημα αρκετά μεγάλο για να μάθει την τέχνη του ζαχαροπλάστη, αλλά και την μηχανική. Σε ζαχαροπλαστείο δούλεψε και στην Αθήνα, όπου πήγε για να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό κι αφού πολέμησε στο πλευρό του Παύλου Μελά στη Μακεδονία, επέστρεψε στην Κύπρο, στο χωριό του την Αγία Βαρβάρα.

Οι πρακτικές γνώσεις που απέκτησε ήταν αρκετές – και με το παραπάνω, όπως αποδείκτηκε αργότερα – για να αναλάβει στα σοβαρά το επάγγελμα του μηχανικού. Όπου χαλούσε μια μηχανή, φώναζαν τον Μάστρε-Γληόρη να την φτιάξει. Μια τέτοια δουλειά σ' ένα αλευρόμυλο στα Πέρα Ορεινής, έμελλε να είναι καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη του, σε πρωτοποριακό βιομήχανο στην καρδιά της Κυπριακής υπαίθρου.

Έχοντας επιδιορθώσει το μηχάνημα ο Μάστρε-Γληόρης κάθισε, ελλείψει καταρτισμένου χειριστή, και το δούλεψε για δύο χρόνια, από το 1922 ως το 1924. Ύστερα το μετέφερε μαζί με όλα τα εξαρτήματα και τα εγκατέστησε στο σπίτι του στην Αγία Βαρβάρα, αντικαθιστώντας τον παραδοσιακό αλευρόμυλο της περιοχής, που είχε σαν κινητήρια δύναμη του το νερό. Αλλά ο Μάστρε-Γληόρης ήξερε ότι τα 21 άλογα της μονοπίστονης μηχανής ντίζελ μάρκας Robson , Αγγλικής κατασκευής, με τις 350 στροφές ανά λεπτό, μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα από του να αλέθει σιτάρι. Τι επινόησε και εφάρμοσε το ανήσυχο μυαλό του, ξεπερνά και την πιο τολμηρή φαντασία.

















Ο Αρχιτέκτονας – Συντηρητής Γλαύκος Παπαδούρης που κλήθηκε πριν μερικά χρόνια από το κοινοτικό συμβούλιο Αγίας Βαρβάρας να επιθεωρήσει το χώρο, περιγράφει αυθόρμητα την πρώτη του επαφή με το δημιούργημα του Μάστρε- Γληόρη: «Κοιτούσα αποσβολωμένος τη μηχανή και άκουγα, σαν από αντίλαλο, τη φωνή του κοινοτάρχη να μου εξιστορεί πως αυτός ο άνθρωπος, ο χωρκανός του, κατόρθωσε από μια μηχανή να δώσει κατά σειρά, κίνηση σε ένα αλευρόμυλο, σε ένα πουργουρόμυλο, σε μια εκκοκκιστική μηχανή βαμβακιού, σε μια αντλία νερού που τραβούσε νερό από ένα λάκκο, σε ένα ελιόμυλο, σε ένα αναδευτήρα για την παραγωγή της πρώτης ύλης, για την παρασκευή λουκουμιών και σε ένα υδραυλικό πιεστήριο για την εξαγωγή λαδιού. Επιπλέον, άλλη μηχανή παρήγαγε γύψο και ένα χειροκίνητο εισηγμένο πιεστήριο έστυβε τα σταφύλια. Και όλα αυτά στον περιορισμένο χώρο ενός αγροτικού σπιτιού.»
















Θα χρειαζόταν ολόκληρη πραγματεία για να περιγράψει κανείς με λεπτομέρεια το μηχανικό «τέρας» που είχε εκθρέψει μέσα στο ίδιο τούτο σπίτι, η δημιουργική φαντασία του Μάστρε – Γληόρη και τον πολύπλοκο τρόπο που οι πολυάριθμοι άξονες και τα έμβολα, οι ατελείωτες τροχαλίες και οι ιμάντες δούλευαν αρμονικά, για να επιτελέσουν το πολυμήχανο θαύμα τους. Για τους κατοίκους της Αγίας Βαρβάρας, αλλά κι όλων των γύρω χωριών – της Αλάμπρας, της Σιάς, του Μαθιάτη, του Κοτσιάτη και του Μαρκί μέχρι το Πέρα Χωριό Νήσου – ήταν πράγματι ένα θαύμα.

Την εικόνα της εποχής σ' αυτό το αεικίνητο εργαστήρι μεταφέρει η φιλόλογος Μαρία Θεοφάνους: « Ο δρόμος έξω από το μύλο ήταν γεμάτος από γαϊδουράκια, περιμένοντας κι αυτά υπομονετικά να μεταφέρουν πίσω στο χωριό του αφέντη τους, το αλεσμένο σιτάρι. Άνδρες και γυναίκες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, καθισμένοι στα σακιά μοιράζονταν τα βάσανα τους και διηγιόντουσαν καθημερινές ιστορίες. Μικρά παιδιά τσαλαβατούσαν στις λάσπες και τα νερά που έβγαζε η μηχανή, αναζητώντας λίγη δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού. Τις νύχτες το ίδιο σκηνικό με άλλα χρώματα όμως. Οι λάμπες πετρελαίου έριχναν το λιγοστό φως τους στους πασπαλισμένους από αλεύρι τοίχους, δημιουργώντας παράξενες γιγαντιαίες σκιές. Με πρώτη και καλύτερη εκείνη του Μάστρε- Γληόρη.»

Κοντά στα άλλα ο Μάστρε-Γληόρης δεν παραμέλησε ποτέ την παλιά του τέχνη του ζαχαροπλάστη. Μάλιστα τηρώντας από τότε αυστηρούς κανόνες υγιεινής είχε μεταφέρει αυτή του τη δραστηριότητα στο κελλάρι του σπιτιού, μακριά από όλες τις άλλες οχληρές ασχολίες. Με τη βοήθεια κι εδώ μιας μηχανοκίνητης κουτάλας έφτιαχνε κατά κύριο λόγο λουκούμια – τα πατροπαράδοτα λίζα – αλλά και καραμέλλες, ζαχαρωτά για τα παιδιά και διάφορα σιρόπια όπως τριαντάφυλλο, σουμάδα, μπανάνα και βυσσινάδα για γενική διανομή.

Πολλοί σύγχρονοι έχουν να διδαχθούν πολλά από τον Μάστρε- Γληόρη, όπως στην εξοικονόμηση νερού για παράδειγμα. Το νερό που έβγαζε με την αυτοσχέδια αντλία του από το πηγάδι της αυλής, το χρησιμοποιούσε για τις οικιακές ανάγκες και την ψύξη της μηχανής του. Κι αυτό που έφευγε δεν το άφηνε να πάει χαμένο. Το μάζευε σε δεξαμενή και πότιζε τους κήπους, όχι μόνο τους δικούς του αλλά και των άλλων.























Στήριγμά του σ' όλη αυτή τη δημιουργική προσφορά, η σύντροφος της ζωής του από το 1914, Κατερίνα Χ' Χριστοδούλου Χ 'Παναγή και μεγαλώνοντας, τα οκτώ παιδιά τους, τέσσερις γιους και τέσσερις κόρες. Η κυρά Κατερίνα πέθανε το 1986 μετά από 72 χρόνια συμβίωσης με τον Μάστρε-Γληόρη και ο ίδιος το 1991 σε ηλικία 104 χρόνων.























Οι χωριανοί του σεβόμενοι για τα όσα έκανε για την κοινότητα ο Μάστρε-Γληόρης, ένα χρόνο αργότερα, μετά το θάνατο του, το Συμβούλιο της Αγίας Βαρβάρας, απεφάσισε να διατηρήσει το σπίτι με το μοναδικό περιεχόμενο και να το αξιοποιήσει σαν μέρος της τοπικής κληρονομιάς, αλλά και σαν μνημείο της δημιουργικότητας και της προκοπής του λαού μας. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων το ανακήρυξε Μνημείο Β' Πίνακα και ανέλαβε την αποκατάσταση του χώρου, βαφτίζοντας το πολύ εύστοχα «Πρωτοβιομηχανικό Εργαστήρι Αγίας Βαρβάρας».
















πηγή: ιστοσελίδα κοινοτικού συμβουλίου Αγίας Βαρβάρας (http://http://www.ayiavarvara.org.cy/mouseio.shtml)

φωτογραφίες: Χριστόφορος Παπαχριστοφόρου

2 σχόλια:

  1. Γιατί πάντα τούτοι οι μάστροι ζουν κυριολεκτικά 100 χρόνια; Ποιο είναι το μυστικό τους τελικά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολλά καλή ερώτηση. Ξέρεις παρόμοιες περιπτώσεις;

    Διάβασα παλιά ότι όσοι ηλικιωμένοι μελετούν, μαθαίνουν κάτι καινούργιο και μένουν δραστήριοι καθυστερούν ασθένειες τύπου Αλτσχάιμερ. Κάτι τέτοιο πρέπει να είναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή